ξεροτηγανίζω

ξεροτηγανίζω
μετ.
1) жарить с небольшим количеством жира; 2) поджаривать, подсушивать на сковороде; 3) перен. изводить, мучить (кого-л.);

ξεροτηγανίζομαι

1) — жариться в малом количестве жира;

2) перен. мучиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεροτηγανίζω" в других словарях:

  • ξεροτηγανίζω — 1. τηγανίζω με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. καθιστώ κάτι ξερό με το τηγάνισμα, τηγανίζω περισσότερο απ ό,τι πρέπει, παρατηγανίζω 3. μτφ. ταλαιπωρώ κάποιον συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • ξεροτηγανίζω — ξεροτηγάνισα, ξεροτηγανίστηκα, ξεροτηγανισμένος 1. τηγανίζω με λίγο λάδι ή βούτυρο: Σώθηκε το λάδι και τα ψάρια ξεροτηγανίστηκαν. 2. κάνω κάτι πολύ ξερό από το πολύ τηγάνισμα: Τις ξεροτηγάνισες τις πατάτες. 3. μτφ., ταλαιπωρώ, ενοχλώ υπερβολικά,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεροτηγάνισμα — το [ξεροτηγανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα 3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση …   Dictionary of Greek

  • εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • σωτέ — Ν (άκλ. επίθ.) (για έδεσμα) τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute < ρ. sauter «ξεροτηγανίζω, τηγανίζω ανακινώντας το περιεχόμενο τού τηγανιού, πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»